επικελαδώ

επικελαδώ
ἐπικελαδῶ, -έω (ποιητ. τ.) (Α)
επιδοκιμάζω κάτι διά βοής, επευφημώ («ὧς Ἕκτωρ ἀγόρευ’, ἐπὶ δὲ Τρῶες κελάδησαν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κελαδώ «φωνάζω δυνατά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”